- ἐπέλυσαν
- ἐπέλῡσαν , ἐπιλύωlooseaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδιώδης — (I) παιδιώδης, ῶδες (ΑΜ) [παιδιά] 1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος 2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις. (II) παιδιώδης, ῶδες (ΑΜ) [παιδίον] παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek